Το γεράνι
Τη χρονιά που πέρασε, περίπου τέτοια εποχήήτανε , στα μέσα της Άνοιξης, αποφάσισα πως ήταν καιρός πλέον να αντικαταστήσωτο κουρασμένο γεράνι της αυλής μου. Ο παγωμένος χειμώνας και το καυτό καλοκαίριτης μικρής μας πόλης το είχαν ταλαιπωρήσει τόσο πολύ. Με μια πρώτη ματιάφαινόταν να μην έχει πάνω του ούτε μια στάλα ζωής. Σκύβοντας όμως πιο κοντά,παραμερίζοντας ξερά κλαράκια και φύλλα, διέκρινα δυο μικρά πράσινα φυλλαράκιαπου ίσα ίσα ξεχώριζαν από το χώμα.
Πέρασα ώρα πολλή εκείνο το απόγευμα καθαρίζοντας σιγά σιγά όλα τα ξεράφύλλα, προσέχοντας να δώσω ανάσα στα δύο τρυφερά φυλλαράκια χωρίς να τατραυματίσω. Τα φρόντισα. Τους έδειξα πόσο πιστεύω σ’ αυτά. Κι εκείναανταποκρίθηκαν. Πάλεψαν με το καυτό καλοκαίρι. Αντιμετώπισαν τον παγωμένοχειμώνα. Έγιναν τέσσερα, έπειτα οκτώ, έπειτα είκοσι οκτώ.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, με το πρώτο φως της αυγής, βγήκα στην αυλή μουνα χαρώ το λαμπερό, ανοιξιάτικο πρωινό. Γύρισα να καλημερίσω το γεράνι. Εδώ κιεκεί, ανάμεσα στα πράσινα φύλλα του ζωηρές κόκκινες πινελιές. Στ’ αυτιά μου,γλυκό κελάηδισμα, η φωνή του γιου μου:«Είδες μαμά; Άνθισε ξανά το γεράνι!».
Καλή Ανάσταση!