Αρχή
Πρώτο ήρθε το κρασί
λευκό , δροσερό,
γεμάτο μυρωδιές της Άνοιξης.
Κύλησε ως την καρδιά μου
την ημέρεψε.
Έπειτα με φώτισε το γέλιο σου.
Ξεθάρρεψε η ψυχή μου
και ξεμύτισε.
Την είδε το μπουζούκι του Αντρέα
κι έστειλε δυο νότες,
να την πιάσουν από το χέρι
και να της μάθουνε χορό.
Κράτησα το γέλιο σου
φυλαχτό των ονείρων μου.
Κράτησες το χέρι μου
μέσα στα δικά σου χέρια.
Καλωσήρθες, μου είπες
κι ακούμπησες στα χείλη μου
ένα γλυκό φιλί .
«Μια φορά κι έναν καιρό,
ήταν ένα φιλί,
που μύριζε αγιόκλημα και γιασεμί…»